- ἀκλόνητα
- ἀκλόνητοςunshakenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμοτον — ἄμοτον επίρρ. (Α) 1. ακατάπαυστα, αδιάκοπα, συνεχώς 2. βίαια, σφοδρά, ορμητικά 3. ακλόνητα, ακίνητα, σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικος τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < ἀ αθροιστ. + μόθος «μάχη». Πιο αληθοφανής η άποψη που διακρίνει στον τ. επίθ. σε τος με … Dictionary of Greek
αναθεμελιώνω — 1. θεμελιώνω εκ νέου, ξαναθεμελιώνω 2. στηρίζω μια άποψη ή θεωρία σε νέα θεμέλια, βρίσκω νέα ακλόνητα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεμελιώνω. ΠΑΡ. αναθεμελίωση, αναθεμελιωτής] … Dictionary of Greek
αύτως — αὔτως επίρρ. (Α) 1. με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, έτσι ακριβώς 2. έτσι δα, όχι καλύτερα 3. ακριβώς σαν 4. εντελώς 5. όπως προηγουμένως, όπως στην αρχή 6. ακλόνητα, σταθερά 7. μάταια, απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Η διαφορά στον τονισμό μεταξύ… … Dictionary of Greek
ερηρεισμένως — ἐρηρεισμένως (Μ) (επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ερείδω) σταθερά, στερεά, ακλόνητα, καθηλωμένα … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
νωλεμές — (Α) επίρρ. 1. χωρίς διακοπή, αδιαλείπτως, συνεχώς 2. με σταθερό τρόπο, ακλόνητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. λ., το α συνθετικό τής οποίας είναι το στερητ. πρόθημα νη *, ενώ το β συνθετικό παραμένει άγνωστο. Κατά μία άποψη, το β συνθετικό… … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek
ριζιμιός — ά, ό, Ν 1. αυτός που είναι στερεωμένος ακλόνητα με βαθιές ρίζες στη γη και προεξέχει στην επιφάνεια της («να βρω κλωνάρι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι», δημ. τραγούδι) 2. (κατ επέκτ.) ακλόνητος, ατράνταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ῥιζιμίος <… … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek